- ἔκτεισμα
- ἔκτεισμα, later [full] ἔκτισμα, ατος, τό,A payment, IG11(2).144A20 (Delos, iv B. C.), 162A41.II penalty, Pl.Lg.868b, D.H.10.52 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έκτεισμα — ἔκτεισμα, το (Α) διάφορ. τ. τού ἔκτισμα*, σε επιγραφές … Dictionary of Greek
ἔκτεισμα — payment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτισμα — ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α) αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.) … Dictionary of Greek